καταπορώ

καταπορώ
καταπορῶ, -έω (Α)
1. παραμελώ από άγνοια τη θεραπεία ενός μέλους που νοσεί
2. φρ. «ἢν καταπορηθῇ ἢ ἀμεληθῇ (ὀστέα) ἐμπεσεῑν» — αν από άγνοια ή αμέλεια αφεθεί η θεραπεία των εξαρθρωθέντων οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀπορῶ «έχω έλλειψη, αγνοώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”